-
1 документация
τα έγγραφατο σύνολο των εγγράφων και πιστοποιητικώνтехническая - τεχνικά - (σχέδια, πιστοποιητικά κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > документация
-
2 пошлина
пошлина ж о δασμός* τα τελωνειακά (таможенная)·облагать \пошлинаой δασμολογώ·уплатить \пошлинау πληρώνω το δασμό (или τα τελωνειακά)* * *жο δασμός; τα τελωνειακά ( таможенная)облага́ть по́шлиной — δασμολογώ
уплати́ть по́шлину — πληρώνω το δασμό ( или τα τελωνειακά)
-
3 пошлина
эк. ο φόρ/ος, ο δασμός, το τέλοςвзимать - у εισπράττω το - о освобождать от - ы αποδεσμεύω από το - о устанавливать - у ορίζω το - отаможенная - τα τελωνειακά τέλη, ο τελωνιακός δασμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пошлина